φιλογαλλικός

φιλογαλλικός
-ή, -ό
1. αυτός που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Γαλλίας: Φιλογαλλική πολιτική.
2. αυτός που γίνεται για έκφραση αγάπης προς τους Γάλλους ή τη Γαλλία: Φιλογαλλικές εκδηλώσεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”